ἀστεριˬάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστεριˬάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστεριˬάζομαι Πελοπν. (Βυτίν.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστέρι.
Σημασιολογία
1) Ἐκτίθεμαι εἰς τὸ φῶς τῶν ἀστέρων, ἐπὶ ἐνδυμάτων τὰ ὁποῖα ἁπλωθέντα μετὰ τὴν πλύσιν πρέπει νὰ συλλεγοῦν πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν ἀστέρων, ἄλλως ἐπιφέρουν, καθὰ πιστεύεται, ἐξανθήματα εἰς τοὺς ἐνδυομένους αὐτὰ Πελοπν. (Βυτίν.) β) Ἀσθενῶ ἐξ ἐπηρείας τῶν ἀστέρων - Λεξ. Δημητρ.: Ἀστεριˬάστηκε ἡ κωπέλλα καὶ μαραζώνει. Μετοχ. ἀστεριˬασμένος ὁ παθὼν ἐξ ἐπηρείας τῶν ἀστέρων Λεξ. Δημητρ. 2) Πληροῦμαι ἀστέρων, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Λεξ. Βλαστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA