ἀστερικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστερικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστερικὸ τό, Θήρ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀστιρ’κὸ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀστερικός.

Σημασιολογία

1) Ἡ τύχη, τὸ πεπρωμένον ἑκάστου ἀνθρώπου ὁριζόμενον ὑπὸ τοῦ ἀστερισμοῦ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ὁποίου ἕκαστος διατελεῖ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἔχει καλὸ ἀστερικό. Εἶναι κακὸ τὸ ἀστερικό του Λεξ. Δημητρ. 2) Παροδικὴ νόσος, ὑστερισμὸς Θήρ. κ.ἀ. Συνών. ἀστέρας 7, ἀστρικό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/