ἀστεροσκοπεῖο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστεροσκοπεῖο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστεροσκοπεῖο τό, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀστεροσκόπος.

Σημασιολογία

Ἵδρυμα ἐν τῷ ὁποίῳ ἐξετάζεται ἡ θέσις καὶ ἡ κίνησις τῶν ἀστέρων καὶ τῶν λοιπῶν οὐρανίων σωμάτων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/