ἀστερουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστερουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστερουδάκι τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστερούδι διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Πολὺ μικρὸν ἄστρον: Καὶ θωροῦσα ἐκεῖ ἀπάνω κἄτι ἀστερουδάκιˬα καινούργιˬα, ποῦ τὸ φῶς τους μοῦ χάδευε τὴν ψυχὴ ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 65. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερούδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA