ἀστεροφωτισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστεροφωτισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστεροφωτισμένος ἐπίθ. Μποέμ. Ντόπ. ζωγραφ. 32.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστέρι καὶ τοῦ φωτισμένος μετοχ. τοῦ ρ. φωτίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπὸ ἀστέρων φωτιζόμενος: Ὁ οὐρανὸς ἅπλωνε ἀστεροφωτισμένη περίσσιˬα τὴν ἀγκαλεˬά του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/