ἀστραποβροντὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποβροντὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστραποβροντὴ ἡ, Πελοπν. (Λακων.) ἀστραποβροdὴ Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ βροντή.
Σημασιολογία
'Αστραπόβροντο 1, ὃ ἰδ.: Ἀστραποβροντὴ καὶ στάχτη νὰ γίνῃ! (ἀρὰ) Λακων. || ᾎσμ. - Πέ μου, νὰ ζήσῃς γέροdα, τίνος εἶναι τ’ ἀbέλι; - Ἄς εἶναι τσ᾿ ἀστραποβροdῆς καὶ τσῆς ἀνεμοζάλης! ᾿Απύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA