ἀστραποτσοκανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραποτσοκανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστραποτσοκανίζω ἀμάρτ. ἀστραποτσοκανῶ Λεξ. Βλαστ. ἀστραπουτσουκανῶ Θεσσ. (’Αιβάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀστραπουτουκανῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστραπὴ καὶ τοῦ ρ. τσοκανίζω.

Σημασιολογία

1) ’Απροσ. ἀστράπτει καὶ βροντᾷ ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αστραπουτσουκανάει ἀπόψι ὄξου Αἰτωλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραποβροντῶ. 2) Κτυπῶ δυνατὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀστραπουτσουκανᾶν τὰ δόντιˬα μ᾽ σὰν κὶ π’ νὰ θιρμαίνουμι Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/