ἀστραποχαλάζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραποχαλάζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστραποχαλάζι τό, ἀμάρτ, ’στραποχάζι Τσακων. ἀστραχαλάζι ΝΠολίτ. ’Εκλογ. 128 ἀστραποχάλαζο Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀστραπὴ καὶ χαλάζι.
Σημασιολογία
᾿Αστραπὴ μετὰ χαλάζης ἔνθ’ ἀν. ᾎσμ. Εἶδα τὴ μπόρα ποῦ ἄστραψε καὶ τὸ φεγγάρι ἐχάθη καὶ ’ς τῆς ᾽Αττάλειας τὰ βουνὰ ἀστραχαλάζι πέφτει ΝΠολίτ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀστραποχάλαζη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA