ἀστραφτερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστραφτερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστραφτερὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀστραφτιρὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾿στραφτερὸς πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀστραφτὸς καὶ τῆς καταλ. -ερός. Διὰ τὴν παρέκτασιν πβ. ἀγαπητὸς - ἀγαπητερός, ἀλλαχτὸς - ἀλλαχτερός, πρόθυμος - προθυμερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπαστράπτων, στίλβων, λαμπρός: ᾿Αστραφτερὴ καντήλα - κορῶνα. Ἀστραφτερὸ διαμάντι - μαχαίρι - σπαθὶ κττ. ᾿Αστραφτερὰ κουμπιὰ - μάτια. ᾽Αστραφτερὴ ματιὰ σύνηθ. || ᾎσμ. Νά ’βγαινα νὰ κυνήγουνα μιˬὰ σκύλλαν Ὁβρα͜ιοπούλλα, ποῦ ’τονε δώδεκα χρονῶ, ἀστραφτερή, δροσάτη Κρήτ. 2) Διαυγὴς πολλαχ.: Ἀστραφτερὸ νερό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/