ἀστράφτω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστράφτω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστράφτω κοιν. ἀστράφτου βόρ. ἰδιώμ. ἀστάαφτου Σαμοθρ. ᾿στράφτω Ἀπουλ. ἀστράφνω Κρήτ. (Σέλιν.) ἀστράφου Τσακων. ἀστράβκω Κύπρ. ἀστράβω πολλαχ. ᾿στράφτω Ἀπουλ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. ('Ινέπ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (᾿Αρτάκ.) Ρόδ. Σύμ. Τῆν. ᾿στράφτου Εὔβ. (Στρόπον.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βλάστ.) ’στράστω Καλαβρ. (Μπόβ.) ’στράθτω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ᾿στρέφτω Ἀπουλ. ᾿στράφω Εὔβ. Μέγαρ. Πόντ. (Τραπ.) ’στράβω ΓΨυχάρ. Ταξίδ. 3,117 ᾽στράβου Σάμ. ᾿στράβγου Κυδων. Λέσβ. 'στράβκω Κύπρ. ᾿στρέω ᾿Απουλ. (Καλημ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀστράφτω, ὅ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀστράπτω, παρ᾽ ὃ καὶ ᾽στράπτω.

Σημασιολογία

Α) ’Αμτβ. 1) ’Αστράπτω κοιν. ᾿Απουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (᾿Ινέπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: ᾽Αστράφτει καὶ θὰ βρέξῃ. Ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. Ὅλη νύχτα ἄστραφτε κοιν. ’Στράφτει ὁ οὐρανὸς Θρᾴκ. κ.ἀ. ᾽Αστράφτ’ γιὰ βρουχὴ Στερελλ. (᾽Αράχ.) Ἔστραψεν κ᾿ ἐβρόντεσεν Τραπ. || Φρ. Κατὰ ποῦ ’στράφτει! (ἐνν. πήγαινε. ’Αρὰ) Μέγαρ. Ἄλλες ᾿στράφτει κι ἄλλες βροντάει (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀστάτου) ᾿Ινέπ. || Παροιμ. Ὅπου ἀστράφτει φαίνεται κιˬ ὅπου βροντᾷ ᾽γροικε͜͜ιέται (οὐδὲν κρυπτὸν) Σίφν. Ἄ δὲν ἀστράφτῃ, δὲ βροdᾷ, κιˬ ἄ δὲ βροdᾷ, δὲ βρέχει (ἄνευ αἰτίας οὐδὲν συμβαίνει) Λευκ. || Γνωμ. Ὅταν ἀστράφτῃ καὶ βροντᾷ, σύγκλυσιν μὴ φοβᾶσαι Χίος || ᾎσμ. ᾿Εγώ, πουλλί μου, σ᾽ ἀγαπῶ καὶ Κύριˬος τὸ κατέχει, αὐτὸς π᾿ ἀστράφτει καὶ βροdᾷ καὶ συννεφιˬᾷ καὶ βρέχει Κρήτ. ᾿Εγώ ’μαι τσ᾽ ἀστραπῆς παιδὶ καὶ τσῆ βροντῆς ἀγγόνι, σὰ θέλω, ᾿στράφτω καὶ βροντῶ, σὰ θέλω, ρίχνω χιˬόνι Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Τώρα ᾿στράβκω καὶ κάβκω ᾽σε, βροντῶ καὶ καταλυˬῶ σε Κύπρ. Ταὶ θὰ τοὺς τυνηγήσωμε, νὰ πάν κατὰ ποῦ ᾽στράφτει Μέγαρ. Συνών. ἀναλάμπω 2, ἀστραπῶ. β) ᾽Εκπυρσοκροτῶ σύνηθ.: Ἄστραψε τὸ κανόνι - τὸ τουφέκι. γ) Κινοῦμαι μὲ ἀστραπιαίαν ταχύτητα - ΓΨυχάρ. Ταξίδι3 117: Ἡ φαντασία μου ἀμέσως παίρνει δρόμο, ᾽στράβει ὁ νοῦς μου. δ) 'Επέρχομαι αἰφνιδίως σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Τοῦ ἄστραψε μιˬὰ κληρονομιˬὰ - ἕνα λαχεῖο. Ἄστραψε ᾿ς τὸ νοῦ του. Τοῦ ἄστραψε ’ς τὰ καλὰ καθούμενα νὰ φύγῃ - νὰ πάῃ ταξίδι σύνηθ. Ἐροθύμησ’ ἀτον πολλὰ καὶ κάθα ὥραν ᾿στράφτ᾿ ᾿ς σ᾽ ὀμμάτ μ᾽ Χαλδ. 2) ᾿Απαστράπτω, λάμπω, στίλβω, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾽Αστράφτει τὸ σπίτι της ἀπὸ τὴν καθαρε͜ιότητα - τὴν πάστρα. ᾿Αστράφτει σὰ διˬαμάντι - σὰ χρυσάφι κττ. κοιν. Ἔστραψαν τ᾽ ἀλογοῦ τὰ πέταλα ᾿ς σὸ τρέξιμον Τραπ. ’Στράφνε τ’ ὀμμάτ μ’ αὐτόθ. Ἔστραψεν ὁ πρόσωπος ἀτ᾽ αὐτόθ. Ἔτριψεν τὰ κεύ κ᾿ ἐποίκεν ἀτα κ᾿ ἔστραψαν αὐτόθ. Τὸ χρυσάφ’ ’στράφτ’ αὐτόθ. || Φρ. Βγῆκε ὁ ἥλιˬος τσ’ ἄστραψε ἡ γῆς (ἐπὶ ὡραίου ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἰρων. καὶ ἐπὶ δυσειδοῦς) Θήρ. (Οἴα) Ἔστραψες κ᾿ ἐγυˬάλισες (εἰρων. πρὸς τὸν καυχώμενον ἐπὶ καθαρειότητι) Οἰν. Ἡ δεῖνα ᾿στράφτ’ ᾽ς σ᾿ ὀμμάτ μ᾽ (μοῦ φαίνεται ὡραιοτάτη) Τραπ. Ἡ σημ. ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Φοίνισσ. 109 «κατάχαλκον ἅπαν πεδίον ἀστράπτει». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραποκοπῶ. Β) Μετβ. 1) Ρίπτω, ἐκσφενδονίζω, ἐπὶ κεραυνοῦ ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 186: ᾎσμ. Παρὰ νὰ ’πῶ νὰ σ’ ἀρνηθῶ, καλύτερα νὰ ’στράψῃ ὁ πλάστης μου σὰν περπατῶ φωτιˬὰν ταὶ νὰ μὲ κάψῃ. 2) Καταφέρω αἰφνιδίως καὶ σφοδρῶς σύνηθ.: Τοῦ ἄστραψε δυˬὸ μπάτσους - ἕνα σκαμπίλι - χαστούκι κττ. Τοῦ ἄστραψε μιˬὰ (ἐνν. μπάτσα. Συνών φρ. τοῦ ἄναψε μιˬά, τοῦ ἔσκασε μιˬά). Θὰ τοῦ ἀστράψω μιˬὰ ’ς τὰ μοῦτρα σύνηθ. Πβ. ἀνωφεγγίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/