ἀστράχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστράχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστράχα ἡ, ἀστράκα Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (᾿Αράχ. Λακων.) ἀστράκη Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Μύκ. Πελοπν. (Λακων.) ἀστράχα Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἤπ. Θεσσ. Κέρκ. Πελοπν. (Βασαρ. Βούρβουρ. Βρέσθ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Λακων. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. ᾿Ολυμπ. Πάτρ. Σουδεν.) Τσακων. - Λεξ. Μ ᾽Εγκυκλ. ᾽στράχα Πελοπν. (Μάν.) Σάμ. ἀστριˬάχα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀστροάχα Ἤπ. ἀστρουιˬάχα Ἤπ. ἀστρέχα Εὔβ. (Μετόχ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Καλαμπάκ. Νευρόπ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ. Μάγ. Σιάτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Μεσολόγγ.) - Γ᾽Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,242 – Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Βλαστ. ἀτρέχα Μακεδ. (Βελβ.) ἀστρέ’ Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀστρίχα Ἤπ. ἀστίχα Ἤπ. ᾿στρέχα Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θρᾴκ. Πελοπν. Προπ. (Προκόνν.) - ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 119 -Λεξ. Βλαστ. ᾿σρέχα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ὀστρέχα Ἤπ. Πελοπν. (Πλαταν. κ.ἀ.) Πόντ. – Λεξ. Βλαστ. οὐστρέχα Στερελλ. (Αἰτωλ. Βοστιν.) - Λεξ. ’Ελευθερουδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ὄστρακον.
Σημασιολογία
1) Ὄστρακον Μύκ. 2) Στέγη ἐκ κεράμων Μύκ. 3) Γεῖσον, περιφέρεια τῆς στέγης, ἀκρόστεγον, ὁπόθεν καταπίπτει τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Καλαμπάκ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Καταφύγ. Κοζ. Μάγ. Σιάτ.) Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. Πάτρ. Πλαταν.) Προπ. (Προκόνν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Βοστιν. Μεσολόγγ. Φθιῶτ.) - Γ᾿Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. 'Ελευθερουδ. Μ᾽Εγκυκλ. Βλαστ.: Ἔμπαινε ἀπὸ τὴν ἀστρέχα κιˬ ἀπὸ τοὶς χαραμάδες τῆς θύρας καὶ τῆς σκεπῆς ἐλεύτερα τὸ κρύο Γ ᾿Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. Ρίχτουν μέσα σὲ ἄσπρο κρασὶ ἕνα κωσταντινᾶτο καὶ τὸ ἀφίνουν ἔξω ’ς τὴν ἀστρέχα νὰ ξενυχτήσῃ Μεσολόγγ. Βρέ’, μὰ δὲν ἄρχισαν ἀκόμα νὰ στάζουν οἱ ἀστρέχις Κοζ. Γλέπω νὰ πέσῃ ὀχ τὴν ὀστρέχα ἕνα θεριˬακωμένο φίδι (ἐκ παραμυθ.) Πλαταν. Χώθηκε ζαλισμένος ἀποκάτου ἀπὸ τὴν ᾿στρέχα τοῦ φτωχικοῦ πατρικοῦ του ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) Τὸ ὑπὸ τὸ γεῖσον τῆς στέγης μέρος τὸ προφυλασσόμενον ἀπὸ τὴν βροχὴν Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Μάγ.): Σὶ ξέ’ ἀστρέχα βραδυˬάζιτι κὶ θὰ ξ᾽μιρώ᾽ Θεσσ. Μὴν κατουρᾷς ᾿ς τ᾿ς ἀστρέχις, δὲν κάμ' Βλάστ. 4) Ἡ ὑδρορρόη τῆς στέγης, μεταλλίνη συνήθως, δι᾿ ἧς συλλέγονται ἀπὸ τοῦ γείσου καὶ διοχετεύονται τὰ ὄμβρια ὕδατα Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θεσσ. (Νευρόπ.) Κέρκ. Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) - Λεξ. Βλαστ. Συνών. ρέντα. 5) Τὸ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας γωνιῶδες κενὸν τὸ σχηματιζόμενον μεταξὺ τῆς ἐπικλινοῦς ἐσωτερικῆς ἐπιφανείας τῆς στέγης καὶ τῆς ἀνωτάτης ἐπιφανείας τοῦ πάχους τοῦ τοίχου ὅπου ἡ στέγη στηρίζεται, χρησιμοποιούμενον συνήθως πρὸς ἀπόθεσιν διαφόρων ἀντικειμένων οἰκιακῆς χρήσεως Εὔβ. (Μετόχ.) Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἤπ. Πελοπν. (’Αράχ. Βασαρ. Βούρβουρ. Βρέσθ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Οἰν. 'Ολυμπ. Πάτρ. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. - Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ.: Τό ’χω βάλει τὸ σκεπάρνι ἀπάνω ’ς τὴν ἀστράχα ’Ολυμπ. Τό 'κρυψα 'ς τὴν ἀστράχα Σουδεν. || Φρ. Μπῆκε ’ς τὴν ἀστράχα (ἐπαλαιώθη) Μεσσ. Τό 'βαλα ’ς τὴν ἀστράχα (τὸ ἔθεσα εἰς ἀχρηστίαν. Πβ. τὴν φρ. ἔμεινε ᾿ς τὸ ράφι) Σουδεν. Συνών. ἀνακάλυβο, ἀνάστραχο, περίπατος. β) Τὸ ράφι ἐν γένει Πελοπν. (Μεγαλόπ.) 6) Τὸ πάτωμα τῆς οἰκίας τὸ ἐπιστρωνόμενον μὲ μῖγμα ἀσβέστου καὶ τετριμμένων κεραμιδίων Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Μύκ. Συνών. κουρασάνι, ταράτσα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀστράκα καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πβ. ἀστρακιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA