ἀστραχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραχιˬάζω Ἤπ. ἀστραχιˬάζου Θεσσ. ᾿στραχιˬάζου Σάμ. ἀστριχιˬάζου Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’στρεχιˬάζω ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 30 ᾿στριχιˬάζου Θεσσ. (᾿Αιβάν.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿στρακιˬάζου Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστράχα.
Σημασιολογία
1) Ρέω ἐκ τῆς ὑδρορρόης τῆς στέγης, ἐπὶ ὀμβρίου ὕδατος Μακεδ. (Καταφύγ.): ᾿Αστριχιˬά’ τοὺ νιρὸ τ᾿ς βρουχῆς. 2) Καταφεύγω ὑπὸ τὴν ἀστράχαν, ἤτοι τὸ γεῖσον στέγης διὰ νὰ προφυλαχθῶ ἀπὸ τὴν βροχὴν καὶ μεταφ. στεγάζομαί που, εὑρίσκω ἄσυλον, προστασίαν Ἤπ. Θεσσ. (᾿Αιβάν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) -ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν.: Πάμι νὰ ᾿στραχιˬάσουμι σὶ κἀμμιˬὰ σπηλα͜ιὰ νὰ μὴν βραχοῦμι Σάμ. Ἔπιˬασ᾿ ἡ βρουχὴ κὶ δὲν ἔχουμι ποῦ νὰ ᾿στριχιˬάσουμι ’λότιλα Αἰτωλ. Ἕνα μονάχα σκιˬάζονται οἱ τσοπάνηδες, μὴν πέσῃ ἀστραπὴ ’ς τὸν ψηλὸν ἔλατο ποῦ ᾽στρεχιˬάζουν ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Δὲν ἔ᾽ ποῦ νὰ ᾽στριχιˬά᾽ (ἐπὶ ἀπόρου ἢ ὀρφανοῦ) ᾽Αιβάν. 3) ᾿Αποκτῶ οἰκίαν Θρᾴκ. (Αἶν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA