ἀστράγαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστράγαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀστράγαλος ὁ, σύνηθ. ἀστράγαλους βόρ. ἰδιώμ. ἀστράαλος Κῶς ἀστράαους Νάξ. (Φιλότ.) ἀστράγαλας Κέως Μύκ. Πάρ. Σίφν. Χίος (Πυργ.) ἀστράαλας Κύθν. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Κορων. Τσικαλαρ.) ἀστράαας Νάξ. (Φιλότ.) ἀστράουλ-λας Ρόδ. (᾿Αρχάγγ.) ἀστράgαλο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀστράλαχο Καλαβρ. (Μπόβ.) ’στράβαλο ᾽Απουλ. (Κοριλ.) ἀτάγαλε Τσακων. ἀάλαγε Τσακων. ἀσκιˬάγαλε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστράγαλος.

Σημασιολογία

1) Τὸ σφυρὸν σύνηθ. καὶ ’Απουλ. (Κοριλ.) Τσακων.: Ἔχω πόνο ’ς τὸν ἀστράγαλο σύνηθ. Ἀστράαλάς μου μὲ πονεῖ ᾿Απύρανθ. Ἤπαθα βγάλσιμο τοῦ ποδαριˬοῦ μου ’ς τὸν ἀστράγαλα Πάρ. Σφύρ’ζι τ᾿ ἀφτί μ᾿ τσὶ ξιπέτα -ἀστράγαλους- ι - μ’ τσ᾽ ἤλιγα τί θὰν ἀκούσου Λέσβ. || Φρ. Ἔχει βῆχα ’ς τὸν ἀστράγαλο (ἐπὶ τοῦ προσποιουμένου ἀσθένειαν) Κρήτ. Ἔχει πόντα ’ς τὸν ἀστράαλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ. πόντα = πούντα, πνευμονία) ᾿Απύρανθ. ’Σ τὸν ἀστράαλα τσῆ σαλεύγει ἢ ’ς τὸν ἀστράαλα εἶναι gαστρωμένη (εἰρων. ἐπὶ στείρας) αὐτόθ. Τὸ Θεὸ ἤπιˬασεν ἀ τὸν ἀστράαλα - ἀ τὸ ποδάρι (ἐπὶ τοῦ ἀρνουμένου τι) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραγάλι 1. β) Εἶδος παιδιᾶς μὲ ἀστραγάλους Θεσσ. (Καρδίτσ.) Συνών. ἀσίκι 1β, ἀστραγάλι 2. γ) Τὸ περὶ τὴν πτέρναν τμῆμα τῆς περικνημῖδος Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Διˬακινημένος εἶν’ ὁ ἀστράαλας (ἔχω ἀρχίσει νὰ πλέκω τὴν πτέρναν τῆς περικνημῖδος. ἀστράαλας ἀντὶ ὁ ἀστράαλας). 2) ’Επιγονατὶς Καλαβρ. (Μπόβ.) 3) Τὸ τραγακάνθινον κόμμι, ὁ ὀπὸς τῶν εἰδῶν τοῦ γένους ἀστράγαλος (astragalus) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papilionaceae) πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/