ἀστρίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστρίτης ὁ, κοιν. ἀστρίτ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀστίιτ’ς Σαμοθρ. ἀστρίτας Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Παξ. κ.ἀ. ἀστρίτα Τσακων. ὀστρίτης Ἤπ. οὐστρίτης Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) κ. ἀ. ἀστρίτα ἡ, Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) ͵
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ ἄστρο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτης Πβ. τὸ ἀρχ. ἀστερίας.
Σημασιολογία
Ὁ ὄφις ἔχις ὁ ἀμμοδύτης (vipera ammodytes) τῆς οἰκογενείας τῶν ἐχιιδῶν (viperidae) κοιν. : Ἔχει μάτιˬα σάν ἀστρίτης ἢ ἀστρίτη (ἔχει βλέμμα ζωηρὸν καὶ διαπεραστικὸν) πολλαχ. Ἔχει τὸ μάτι τ᾽ ἀστρίτη Πελοπν. (Λάστ.) Τήραϊ σὰν τοὺν οὐστρίτη Στρόπον. Μὲ τήραζ-ζε ἴδιˬα τὸν ἀστρίτη Εὔβ. (Κουρ.) Ὁροῦρ ἔι σὰν τὸν ἀστρίτα (βλέπει σὰν τὸν ἀστρίτη) Τσακων. Δὲν τὸ βλέπεις τί πονηρὰ ματάκιˬα ποῦ τά ’χει; σὰν ἀστρῖτες! ΠΝιρβάν. Ἡ ζωὴ τοῦ δρόμ. 233 Ὀχιˬὰ κιˬ ἀστρίτης νὰ σὲ φάῃ ! (ἀρὰ) Πελοπν. (Αἴγ.) || Παροιμ. Ἄν σὲ δακώσω ᾿γὼ ἡ ὀχιˬά, | ἔχεις καὶ παρηγοριˬά, ἂν σὲ δακώσ’ ὁ θε͜ιός μ᾿ ἀστρίτης, | πάρτε φτυˬάριˬα καὶ ᾽ξινάριˬα Πελοπν. || ᾌσμ. Οἱ φίλοι φίδιˬα γίνονται κιˬ ἀστρῖτες καὶ σὲ τρῶνε αὐτόθ. Φίδι νὰ φάῃ τη γλῶσσά τση κιˬ ἀστρίτης τὴ λαλιˬά τση ᾿Ιθάκ. –Ποίημ. Θηλε͜ιά κιˬ ἀστρίτης ᾿ς τὸ λαιμὸ τ’ ἅγιˬο του πετραχῆλι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,89. Συνών. ἀμμοδύτης 3, ἀστρίτι, ἀστρίτσης, ἀστρίτσι 2, ἀστριτσοχιˬά, ἀστρογαλιˬά. β) ’Επιθετικ., ὁ ἔχων ζωηρὸν τὸ βλέμμα, εὐφυὴς’Αθῆν. (παλαιότ) Λέσβ. Μακεδ. (Βλάστ.) Πελοπν. (Λάστ.) : ᾎσμ.Ἦρθε μιˬὰ ψηλὴ λιγνή, | ἀστρίτης καὶ φεγγίτης ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Πβ. ἀνοιχτομμάτης. 2) Ὁ ὄφις ἐλαφὶς ἡ τετράρραβδος (elaphis guadrilineatus) τῆς οἰκογενείας τῶν κολουβριιδῶν (colubridae) ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA