ἀστρίτσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρίτσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστρίτσι τό, ἀστρίτσιν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀστρίτσι Ἤπ. (Δρόβιαν.) Κάρπ. κ.ἀ. ἀστρίτσ᾽ Ἤπ.(Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ ἄστρο διὰ τῆς καταλ. -ίτσι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν ἄστρον, ἀστερίσκος Κάρπ. -Λεξ. Δημητρ. : ᾎσμ. Μ᾿ ὡς γιˬὰ τὸ ριζικό της ἄστρο δὲν ἦβγε, μόνον ἕναν ἀστρίτσι’ς τὴν ἀνατολὴ θελὸ καὶ βουρκωμένο κιˬ ἀνεγνώριμο Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερούδι. β) Ἄστρον Πόντ (Κερασ. Τραπ.): ᾎσμ. ᾿Αστρίτσιˬα μ’ χαμηλώσετεν, | φεγγάρι μ᾽ κάθα ἔλα Κερασ. γ) Ὁ αὐγερινὸς ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ) Κρήτ.: ᾎσμ. Ἄστρι μου κιˬ ἀστρίτσι μου κιˬ αὐγερινέ,τί ταχεˬὰ ξημέρωσες ’ς τὴ γειτονιˬά; Ζαγόρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστρομερίτης. 2) Ὁ ὄφις ἀστρίτης 1, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ.: Φρ. ᾿Αστρίτσι ποῦ μ’ ἔφαγε! (ἐπὶ συμφορᾶς. Συνών. φρ. φίδι ποῦ μ’ ἔφαγε!) Δρόβιαν. Εἶναι ἀστρίτσι (πολύ ζωηρός, εὐφυὴς) Ἤπ. Τά ’χει ἀστρίτσιˬα (ἐνν. τὰ μάτια του, συνών. τῇ προηγουμένῃ) || ᾌσμ.Ἔβαλε καὶ μαγείρεψε τριˬῶν φιδιˬῶν κεφάλιˬα,τοῦ ἀστριτσιˬοῦ καὶ τῆς ὀχιˬᾶς καὶ τῆς μονομερίδας αὐτόθ. Τσαπὶ καὶ φκυˬάρι ἅρπαξε καὶ ᾿ς τὸ βουνὸ εὑρέθη,βγάζει ἀστρίτσι παρδαλὸ κιˬ ὀχιˬὰ μὲ δυˬὸ κεφάλιˬα αὐτόθ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Αστρίτσι καὶ ὡς τοπων. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA