βελοῦδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελοῦδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βελοῦδο τό, κοιν. βιλοῦδου βόρ. ἰδιώμ. βεοῦδο Τσακων. βελοῦτο Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Λευκ. βιλοῦτου Ἤπ. (Τζουμέρκ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βελοῦδο, ὃ ἐκ τοῦ Βενετ. veludo.

Σημασιολογία

1) Εἶδος πολυτελοῦς χνοώδους καὶ στιλπνοῦ ὑφασματος ἐκ μετάξης, ὁλοσηρικὸν κοιν. καὶ Τσακων.: Καναπὲς-φόρεμα - φουστάνι ἀπὸ βελοῦδο κοιν. || Φρ. Μάγουλο βελοῦδο (παρειά ἁπαλὴ) πολλαχ. Βελοῦτο μαῦρο (βαθὺ μέλαν) Ἀθῆν. || Παροιμ. Τώρα καταντῆσαν τὰ βελοῦδα νὰ τὰ πατοῦν καὶ τὰ γαιˬδούριˬα (ἐπὶ ταπεινώσεως τῶν ἄλλοτε ἰσχυρῶν καὶ ὑπερηφάνων) Πελοπν. (Λάστ.) Τὸ βελοῦδο κιˬ ἂν ξεπέσῃ, τὴν τιμή του θὰ τὴν ἔχῃ (ὅτι οἱ ἄξιοι καὶ ἂν ἀτυχήσουν δὲν ἐκμηδενίζονται) ἀγν. τόπ. Τὸ βελοῦδο κιˬ ἂν ξεπέσῃ, πάλι καμουχᾶς λογᾶται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ψαρ. Συνών. βελιˬό. 2) Ἔνδυμα γυναικεῖον ἐκ βελούδου πολλαχ 3) Τὸ ἄνθος κελοσία ἡ λοφωτὴ (celosia cristata) τῆς τάξεως τῶν ἀμαραντωδῶν (amarantaceae) πολλαχ. Συνών. λειρὶ τοῦ κόκκορα. 4) Τὰ ἄνθη τοῦ γένους τοῦ ταγίτου (tagetes) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) Ἄθ. Συνών. κατιφές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/