γκριμάτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκριμάτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκριμάτσα ἡ, σύνηθ. γριμάτσα Πελοπν. (Γεράκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. grimace = μορφασμός.
Σημασιολογία
Μορφασμός, συστροφὴ τῶν μυῶν τοῦ προσώπου εἴτε πρὸς πρόκλησιν γέλωτος εἴτε εἰς ἐκδήλωσιν δυσαρεσκείας σύνηθ.: Κάνει γκριμάτσες γιˬὰ νὰ τὸν βλέπουν οἱ συμμαθητές του νὰ γελοῦν. Τοῦ βρῆκα δουλε͜ιὰ καὶ κάνει καὶ γκριμάτσες (δυστροπεῖ). Μὴ μοῦ κάνῃς γκριμάτσες καὶ νὰ κάνῃς αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Μόλις τ’ ἄκουσε, ἔκανε μιὰ γκριμάτσα. Συνών. κάμωμα, νάζι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA