βελουριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελουριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βελουριˬάζω Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βελούρι.

Σημασιολογία

Ρακώνω: Ἐμάνισε κ’ ἐβελούριˬασε τὰ φουστάνιˬα τζη. Νὰ μὴ σὲ πιˬάσω, κακομοίρη, γιατὶ θὰ σὲ βελουριˬάσω! Συνών. κουρελιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/