γραμμούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμμούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γραμμούλα ἡ, κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γραμμὴ καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

Μικρὰ γραμμὴ κοιν.: Σῦρε - τραύηξε μιˬὰ γραμμούλα. Γράψε κ᾽ ἐσὺ δυˬὸ γραμμοῦλες ᾽ς τὸν ἀδερφό σου κοιν. Ἡ τσανgάτη κατσίκα ἔχει ἄσπρες γραμμοῦλες ᾽ς τὰ πόδιˬα Ἰκαρ. (Δρούτσουλ.) ᾽Σ τὴν ἀνατολὴ ἀρχίζει νὰ προβάλλῃ σιγὰ - σιγὰ κἄπο͜ια τριανταφυλλένιˬα γραμμούλα Κ. Παρορ., Μεγαλ. παιδ., 242. Συνών. γραμμιδάκι, γραμμίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/