γραμμόφωνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμμόφωνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραμμόφωνο τό, σύνηθ. γραμμόφουνου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γραμμουφώ᾽ Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. grαmmophone.

Σημασιολογία

1) Συσκευὴ διὰ τῆς ὁποίας ἀποτυποῦται ἢ ἀναμεταδίδεται ὁ ἦχος σύνηθ.: Βάλε ν᾽ ἀκούσωμε μιˬὰ πλάκα γραμμοφώνου. Ἔπαιζε τὸ γραμμόφωνο ὅλη τὴ νύχτα. Μᾶς ξεκούφανε μὲ τὸ γραμμόφωνο κοιν. Συνών. φωνογράφος. 2) Τὸ ἀναρριχώμενον φυτὸν Περιαλλόκαυλον τὸ κομψότατον (Convolvulus elegantissimus) τῆς οἰκογ. τῶν Περιαλλοκαυλωδῶν (Convolvulaceae) Θρᾴκ. (Μαρών.): Τοὺ προυὶ ἀνοίγουν τὰ γραμμόφουνα κὶ τοὺ βράδ᾽ κλείνουν. Συνών. φωνογράφος, χωνάκι. 3) Τὸ ἄνθος τοῦ ἀνωτέρω φυτοῦ Μακεδ. (Κασταν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/