γραμμωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμμωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γραμμωτὸς ἑπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γραμμὴ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ωτός.

Σημασιολογία

1) Ὁ φέρων γραμμὰς λόγ. σύνηθ.: Ὕφασμα - σχέδιον - τετράδιον - γραμμωτόν. Συνών. ραβδωτός, ριγωτός. 2) Κατὰ πληθ. ὡς οὐσ. ὑπὸ τὸν τύπ. γραμμωτές, παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν εἷς τῶν παικτῶν κύπτει μὲ διεσταλμένα τὰ σκέλη εἰς τὰ δύο ἄκρα εὐθείας γραμμῆς, ἐνῷ ὁ ἕτερος προσπαθεῖ νὰ τὸν ὑπερπηδήσῃ Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/