γκρίνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρίνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρίνιˬασμα τό, ἐνιαχ. gρίνιˬασμα Πελοπν. (Ξεχώρ.) γρίνιˬασμα Ἤπ. Κάρπ. –Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκρινιˬάζω. Ὁ τύπ. γρίνιˬασμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Γκρίνιˬα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἐνιαχ.: Πάει καὶ τοὺς ἀρχινάει τὸ γκρίνιˬασμα καὶ δὲν τοὺς ἀφίνει νὰ ᾽συχάσουνε λίγο Πελοπν. (Βερεστ.) Ἔχου γκρινιˬάσματα κάθι μέρα ᾿ς τοὺ σπίτι μ’, γιˬατὶ νὰ πάρου τ’ γίδα Στερελλ. (Αἰτωλ.) β) ’Επίπληξις Λεξ. Βαιγ. 2) Ὁ συνεχὴς καὶ ὀχληρὸς κλαυθμυρισμός, ἰδίᾳ ἐπὶ νηπίων Κάρπ. Μακεδ. (Χαλκιδ) κ.ἀ. 3) Ἐπὶ ζῴου, ἀπειλητικὴ ἐπίδειξις, βρυγμὸς ὀδόντων Ἤπ. (Κόνιτσ.) –Λεξ. Βάιγ. κ.ἀ. 4) Μορφασμός εἰς ἐκδήλωσιν δυσαρεσκείας Πελοπν. (Ξεχώρ.): Μόλις τῆς τὸ ’πα, μοῦ ’κανε ἕνα gρίνιˬασμα τσ’ ἔδωσε ἕνα κούτσισμα τσ’ ἔφυγε! (κούτσισμα = ἀπότομος μεταβολὴ πρὸς ἀναχώρησιν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA