γραμπὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμπὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραμπὶ τό, Ἤπ. (Πάργ.) γραbὶ Ἐρεικ. Κέρκ. Παξ. γραμπίο Ἤπ. (Πάργ.) γραbίο Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαmpα = ὄνυξ. Πβ. καὶ G. Meyer, Neugr. Stud. 4, 6.

Σημασιολογία

1) Ὄνυξ ἀνθρώπων καὶ πτηνῶν Κέρκ. 2) Μεταφ., ἄγκιστρον προσαρμοζόμενον εἰς ράβδον καὶ χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τῶν ἁλιέων διὰ τὴν ἀνέλκυσιν τῶν μεγάλων ἰχθύων, οἱ ὁποῖοι ἁλιεύονται μὲ παραγάδι, εἰς τὴν λέμβον Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Κέρκ. Παξ.: Πιˬασμένος ὁ δρόγγος ᾽ς τὸ παραγάδι σκορτσάρει πολὺ ἐπικίνδυνα, γιατὶ ἔχει τρομερὴ δύναμη καὶ πρέπει ὁ ψαρᾶς νὰ ἔχῃ μεγάλη ᾽πόχα ἢ γερὸ γραμπίο γιˬὰ νὰ τὸν φέρῃ μέσα Πάργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/