ἀστρολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστρολόγος ὁ, Σῦρ ἀστρολός Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.)-Λεξ. Δημητρ. ἀστρόλογος Κρήτ. (᾽Αποκόρ. Σέλιν. Χαν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστρολόγος. Τὸ ἀστρόλογος καὶ ἐν Ζήν. Α 174 «μετ' αὐτὰ γράφω τὸ ριζικό σου, | καλύτερον ἀστρόλογο δὲν εἶδες ’ς τ’ ὄνειρό σου».
Σημασιολογία
1) Ὁ διὰ τῆς παρατηρήσεως τῶν ἀστέρων μαντεύων τὰ μέλλοντα Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Σῦρ. -Λεξ. Δημητρ.: Οἱ --ἀστρολόγοι ἀστρολογοῦ κάθα μέρα Σῦρ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. ’Επίκουρ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 10,93 «τὰς ἀνδραποδώδεις τῶν ἀστρολόγων τεχνητείας». Συνών ἀστρομάντις, ἀστρονόμος 2. 2) ᾽Επιθετικ., ἄτακτος, ἀνήσυχος, πολὺ ζωηρὸς Κρήτ. (᾿Αποκόρ. Σέλιν. Χαν. κ.ἀ.): Ἀστρόλογο κωπέλλι -παιδὶ ᾿Αποκόρ. Σέλιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA