ἀστρολούλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρολούλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστρολούλουδο τό, ΣΣκίπη Κάλβ. μέτρ. 19 -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ λουλούδι.
Σημασιολογία
Τὸ ἄνθος μαργαρίτα. Πβ. ἀσπρολούλουδο, ἄστρο 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA