γκρινιˬόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρινιˬόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρινιˬόξυλο τό, ἐνιαχ. gρινόξυλο Μαθράκ. Ὀθων.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Τὸ δασικὸν δένδρον Φιλλυρέα ἡ μεσαία (Phillyrea media) τῆς οἰκογ. τῶν Ἐλαιιδῶν (Oleaceae) ἔνθ’ ἀν.: Τὸ gρινόξυλο ποὺ ᾽ναι τσοὺ κήπους νὰ dὸ κόψετε Ὀθων. Ἀπάνω ’ς τὸ gρινόξυλο πῆε κ’ ἔκατσε ἕνας κατσούλης (= τὸ πτηνὸν ἔποψ) αὐτόθ. Συνών. ἀγλαβιτσιˬά, ἀγλανιδιˬά, ἀγριομυρτιˬά, γκρεουσάδι, γκρεουσάρι, γκρεούσι, ἐγλενιˬός, μερέτι, φελύκι, φιλλουριˬά, φλυτσάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA