ἀστρομετρητὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρομετρητὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀστρομετρητὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀστρουμιτρήτης Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ μετρητής.

Σημασιολογία

Ὁ μετρῶν τὰ ἄστρα, ἀστρονόμος: ᾎσμ.᾽Αστρουμιτρήτης θὰ γινοῦ, τ’ ἄστρα θινὰ μιτρήσου, νά ’βρου τ᾿ ἄστρου τῆς ἀαποῦ κὶ τ’ ἄλλα νὰ τὰ σβήσου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/