βενζίνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βενζίνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βενζίνη ἡ, λόγ. κοιν. βενζίνα σύνηθ. bενζίνη πολλαχ. bενζίνα πολλαχ. bεζίνα πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. benzine.

Σημασιολογία

Μεῖγμα πτητικῶν ὑδρογονανθράκων τοῦ πετρελαίου καὶ τῆς λιθανθρακοπίσσης χρησιμοποιούμενον κυρίως ὡς καύσιμος ὕλη τῶν μηχανῶν, ὡς διαλυτικὸν λιπαρῶν οὐσιων κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/