βενζινοκάικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βενζινοκάικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βενζινοκάικο τό, σύνηθ. μπενζινοκάικο ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 99.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βενζίνη καὶ καΐκι.
Σημασιολογία
Βενζινόπλοιο, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA