γρανάτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρανάτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρανάτα ἡ, (ΙΙ) Δελτ. Ἱστορ. Ἐθνολ. Ἑταιρ. 7 (1909 - 10), 45 γρανέτα Λογοθ. Σαββάκου, Τὰ οὐσιωδέστερα τῆς Ἑλλ. Ἐπαναστ. τοῦ 1854, σ. 4.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαnαtα = χειροβομβίς.

Σημασιολογία

Σιδηρᾶ βολὶς χρησιμοποιουμένη ὡς ὀβὶς τῶν κανονίων παλαιοῦ τύπου ἔνθ᾽ ἀν.: Καὶ τὰ πλοῖα καθὼς ἐξακολουθοῦν... νὰ ρίπτουν γρανάτες καὶ ἄλλα παρόμοια Δελτ. Ἱστορ. Ἐθνολ. Ἑταιρ., ἔνθ᾽ ἀν. Κ᾽ οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐρρίχνανε γρανέτες μὲ κανόνιˬα Λογοθ. Σαββάκου, ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/