γκρόπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρόπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκρόπα ἡ, Εὕβ. (Γραμπ.) Ἤπ. (Κόνιτσ. Πηγάδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γκρόμπα Ἤπ. (Κοκκιν.) κρόμπα Πελοπν. (Τεγ.) γρόπα Ἤπ. (Δρόβιαν.) γρόμπα Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. grob = λάκκος, τάφος διὰ τοῦ συνών. Ἀλβαν. grope-a. Πβ. καὶ Κουτσοβλαχ. groapâ.
Σημασιολογία
1) Κοίλωμα γῆς, λάκκος Εὔβ. (Γραμπ.) Ἤπ. (Κοκκιν. Κόνιτσ. Τσαμαντ.) Πελοπν (Καλάβρυτ.) β) Ὀπὴ Ἤπ. (Δρόβιαν.) γ) Τάφος Πελοπν. (Τεγ.) 2) Μικρὸν ἄδενδρον κοίλωμα ἐντὸς δάσους κατάλληλον πρὸς βοσκὴν ἢ διανυκτέρευσιν αἰγοπροβάτων Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκρόπας Ἀθὴν. Ἤπ. (Πέρδικ.) Θεσσ. (Λάρ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκρόπα Ἀττικ. Εὔβ. (Γραμπ.) Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κοπαν.) Στερελλ (Μαλεσ.) Γκρόμπα Ἤπ. (Δωδών. Τσαμαντ. Φιλιάτ.) Μακεδ. (Βόιον) Γρόπα Πελοπν. (Πάτρ.) Κρόμπα Πελοπν. (Τεγ.) Γκρόπες Ἤπ. (Ἑλληνικ. Χουλιαρ.) Πελοπν. (Μαντίν.) Γκρόπις Θεσσ. (Τρίκκ.) Γκρόμπις Ἤπ. (Δωδών.) Μακεδ. (Καστορ.) Γρόπες Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA