γκρότα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρότα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκρότα ἡ, ἐνιαχ. gρότα Θήρ. Καλαβρ. (Ροχούδ. Χωριὸ Βουν.) Νάξ. γρότα Ἀντίπαξ. Κρὴτ. (Σητ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Νάξ. (Φιλότ.) Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) γρότ-θα Ἀστυπ. gρούτα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grotto = σπήλαιον. Ὁ τύπ. γρότα καὶ εἰς A. Delatte, Portul. grecs (15ου-16ου αἰ.), σ. 353: «ὡσὰν γυρίσῃς τὴν πούντα καὶ ἀγνάντια τὴ γρόττα τὴ μεγάλη, εἶναι ἡ βίγλα». Πβ. καὶ Βυζαντ. τύπ. γκρούττα εἰς ἐγγρ. τοῦ 12ου αἰ. «ἄχρι εἰς τὴν γρούτταν τοῦ Σουμέτη» εἰς S. Cusa, Diplomi, σ. 555.
Σημασιολογία
1) Σπηλαιον Ἀντίπαξ. Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν.) Μαθράκ. Νάξ. Ὀθων. Παξ.: Τὸν εὕρηκε σὲ μιˬὰ γρότα σγουλωμένο (= χωμένον) Ὀθων. Πιλιˬὸ παρ’κάτω εἶναι μιˬὰ γρότα μικροστὴ καὶ ὅdας εἶναι βαροκαιριˬὲς, γιομώζει ἀπὸ τὰ πρόατα αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρότα Νάξ. (Βόθρ. κ.ἀ.) β) Πετρώδης καὶ σπηλαιώδης τόπος Νάξ. Πελοπν. (Μάν.): Εἶναι ἀπάνω σὲ γρότα χτισμένο τὸ σπίτι Νάξ. Τὸ χωράφι εἶναι γρότα αὐτόθ. γ) Σπηλαιῶδες κοίλωμα βράχου χρησιμοποιούμενον ὡς πρόχειρος καλύβη ἀγροφύλακος Θήρ.: Ἕνας γέρος εἶχε ἕναν ἀbέλι καὶ τὸ βράδυ ἠπήαινε καὶ τὸ φύλαε σὲ μιˬὰν gρότα (ἐκ παραμυθ.) 2) Μικρὸν κοίλωμα γῆς σχηματιζόμενον κυρίως ἐκ τῆς ροῆς ὕδατος, βροχῆς κλπ. εἰς τοὺς δρόμους κ.ἀ. Κρὴτ. (Σητ. κ.ἀ.) Νάξ. (Φιλότ.): Μὲ τὴ bλημμύρα ἐγενήκανε οι δρόμοι ὅλο γρότες καὶ δὲ bόρεῖ νὰ πορπατήξῃ κιˬἀνεὶς τὴ νύχτα, μόνο πολεμᾷ νὰ σκοτωθῇ Σητ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA