βεντέμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεντέμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεντέμα ἡ, Κάρπ. Μῆλ. Πελοπν. κ.ἀ. βεdέμα Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βετέμα Κρήτ βαdέμα Σάμ. βεdέμη Κέως βέdεμα τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βενετ. vendema. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν ἐν γένει Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Μῆλ. β) Ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀπάνω’ ς τὴ βέdεμα dων εἶν’ τὰ φασόλιˬα–οἱ πρῖνοι Ἀπύρανθ. || Φρ. ’Σ τὴ μεγάλη βεdέμα (κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφθόνου συγκομιδῆς) Κρήτ. γ) Ἡ ἀκμὴ τῆς ἐργασίας Πελοπν. δ) Ἡ δι’ ἕκαστον εὶδος ἰχθύων κατάλληλος ἐποχὴ τῆς ἀλιείας Κάρπ. ε) Πρόσφορος περίστασις Κάρπ. ς) Σπουδή, βία Κέως. Συνών. φούρια. 2) Οἱ πρὸς συγκομιδὴν καρποὶ Κρήτ.: Πάει καλὰ ἡ βεdέμα ὀφέτος ; Συνών. μαξούλι. 3) Ἀφθονία, ἐπὶ τῶν συγκομιζομένων καρπῶν Κρήτ. Σάμ.: Βεdέμα ἔχουν οἰ ἐλα͜ιὲς Κρήτ. Σάμ. Ἔχομε βεdέμα ’ς τὸ λᾴδι Κρήτ. 4) Ὁ. μὴν Σεπτέμβριος Θήρ. Συνών. Τρυγητής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/