γρανιτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρανιτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρανιτικὸς ἐπίθ. Ι. Δραγούμ., Σταμάτ., 159.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρανίτης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός.

Σημασιολογία

Γρανιτένιˬος, τὸ ὁπ. βλ.: ᾽Σ τὸ βάθος ὅλων τῶν δυνατῶν ἀνθρώπων, ἀπολιτίστων καὶ πολιτισμένων, βρίσκω τὴν πρωτόγονη σκληράδα ᾽ς τοὺς βαρβάρους ὠμὴ καὶ βράχινη, ᾽ς τοὺς πολιτισμένους περίτεχνα σκαλισμένη καὶ γρανιτικὴ ἢ ἀκόμα καλύτερα ἀτσαλένιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/