γρανίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρανίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρανίτσα ἡ, (ΙΙ) Ἀττικ Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀγ.) Κρήτ. Πελοπν. (Κοντογόν. Παιδεμέν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν. Παρνασσ. Σπάρτ.) - Δ. Δημάδ. Δασικ. βλάστ. Ἑλλάδ., 23 Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 86 Π. Γεννάδ., Λεξικ. Φυτολογ., 237 - Λεξ. Βλαστ., 455, γρανίτζα Θεσσ. (Ἀγ.) ἀγρανίτσα Ἤπ. Θεσσ. γράνιτσα Πελοπ. (Ἀρκαδ. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. grαnicα = δρῦς.

Σημασιολογία

1) Διάφορα δασικὰ δένδρα τῆς οἰκογενείας τῶν Κυπελλοφόρων (Cupulifrae), ὡς α) Δρῦς ἡ μαλλωτὴ (Quercus lanuginosa) Ἀττικ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Κουκούλ.) Κρήτ. Πέλοπν. (Ἀρκαδ. Κοντογόν. Παιδεμέν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν. Παρνασσ. Σπάρτ.) κ.ἀ. – Χελδρ. - Μηλιαρ., ἕνθ᾽ ἀν. - Π. Γενναδ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τώρα ποὺ δὲ βρίσκουνε νὰ χάψουνε τίποτα τὰ παλιˬοπρόβατα κόφ᾽ τους ᾽πὸ ᾽κεῖ dὴ γρανίτσα Κοντογόν. Ὁ πελεκᾶνος φκε͜ιάχνει τὴ φωλιˬά του μέσα ᾽ς τὶς κουφάλες ᾽πὸ τὰ μεράδιˬα καὶ ᾽ς τὶς γρανίτσες (πελεκᾶνος = τὸ πτηνὸν δρυοκολάπτης, μεράδιˬα = ἥμεραι δρύες) Παιδεμέν. Θὰ κόψου κάμπουσα ζαλίκιˬα γρανίτσα νὰ τ᾽ν ἔχου τοὺ ᾽μῶνα γιˬὰ τὰ κατσίκιˬα μ᾽ (ζαλίκιˬα = μεγάλα δεμάτια) Κουκούλ. β) Δρῦς ἡ βραχύφυλλος (Quercus brachyphylla) Ἀττικ. Κρήτ. Στερελλ. (Παρνασσ.) - Χελδρ. - Μηλιαρ., ἔνθ᾽ ἀν. γ) Δρῦς ἡ φηγὸς (Quercus pinnatifida ἢ esculus) Θεσσ. (Ἀγ.) - Δ. Δημαδ. ἔνθ᾽ ἀν. Χελδρ. - Μηλιαρ., ἔνθ᾽ ἀν. Π. Γενναδ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἀγριοβαλανιδιˬά 1, δέντρο, δρῦς, ἡμεράδι, ρουπάκι, τσάρι, τσερνόκι 2) Βάλανος ἀγρίας δρυὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρανίτσα Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ζαγόρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βερεστ. Γορτυν. Δάρα Ἀρκαδ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λάστ. Τριφυλ. Τσιτάλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καρπεν. Ναύπακτ). καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Γκρανίτσα Στερελλ. (Βοιωτ.) καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρανίτσας Ἀθῆν. Εὔβ. (Χαλκ.) Θεσσ. (Καλὰ Νερ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Κόρινθ.) Στερελλ. (Ἀγρίν. Ἀφίδν. Καρπεν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/