βεντερούγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεντερούγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βεντερούγα ἡ, Πελοπν (Μάν.)-ΚΠαλαμ. Θάνατ. παλληκαρ. 17 -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 394 Δημητρ. βεdερούγα Ζάκ Ἰθάκ. Κέφαλλ. Παξ. βιντιρούγα Στερελλ. (Μεσολόγγ.) πιντιρούγα Ἤπ. πενταρούγα Πελοπν. (Αἴγ. ᾿Αρκαδ. Σουδεν.) βροντορούγα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Ἡ νόσος ραχῖτις Ζάκ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Μάν. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Μεσολόγγ.)-ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ.: Τ’ς βιντιρούγας τοὺ χουρτάρ (βοτάνη χρήσιμος ὡς φάρμακον κατὰ τῆς ραχίτιδος). 2) Νόσος τοῦ λάρυγγος Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Νὰ βγάλῃς τὴν πενταροὐγα ! (ἀρά). 3) Νόσος τοῦ ὑπογαστρίου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA