ἀστροπουλλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστροπουλλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀστροπουλλάκι τό, ἀμάρτ. ἀστροπουλ-λάτιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστρόπουλλο.

Σημασιολογία

Μικρὸν ἄστρον, θωπευτικῶς ἐπὶ προσφιλοῦς προσώπου: Ἆσμ. Δὲν τό ’χω γιˬὼ ὁ Σαράπαλης ᾽ς τὸν Ἅδη πῶς θὰ πάω, μόνον τ’ ἀστροπουλ-λάτιν μου ποῦ θὰ τὸ πάρῃ ἄλ-λος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/