γλακάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλακάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλακάρω Σίφν. Ἀόρ. γ. ἑνικ. λάκαρε Ἰων. (Σόκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλακῶ κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς –άρω.
Σημασιολογία
1) Τρέχω, σπεύδω Σίφν. 2) Φεύγω Ἰων. (Σόκ.): Λάκαρε ὁ κόσμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA