γλάκημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλάκημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλάκημα τό, Κρήτ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλάκισμα Κύθηρ. –Ν. Πολίτ. Παροιμ., 3,31 λάκημα Ἤπ. (Πωγών.) Πελοπν. (Ἀνών. Βλαχοκερ. Γαργαλ. Δυρράχ. Κίτ. Κοπαν. Μάν. Ξηροκ. Κορινθ. Οἰν.) Στερελλ (Μαλεσ.) λάτσημα Πελοπν. (Ξεχώρ.) –Λεξ. Πρω. Δημητρ. λάκισμα Ζάκ. λά’μα Εὕβ. (Ἁγία Ἄνν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλακῶ. Ὁ τύπ. γλάκισμα διὰ τὸν κοινὸν ἀόρ. τῶν εἰς -ῶ καὶ -ίζω ρημάτων
Σημασιολογία
Τὸ τρέξιμον ἔνθ’ ἄν.: Ἐγὼ τόνε παραβγάζω ’ς τὸ λάκημα Πελοπν. (Ξηροκ.) Ἔκαμ’ ἕνα λάκημα κ᾽ ἐγίνη ἄφαdος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔδωσ᾽ ἕνα λάτσημα, ἅμα πῆρε χαbάρι πὼς τὸν ἀdιληφτήκανε Πελοπν (Ξεχώρ.) Πήρανι κατ’ λακήματα τὰ πιδγιˬά σ’ ἀπ’ τοῦ καλαbό’, ἅμα εἴδανι τοῦ δραγάτ’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Φόντε τὸν ἔειδε τὸν πατέρα του, ἔκανε ἕνα λάκημα καὶ γένηκε ἄφαντος (φόντε = ὅταν) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Φρ. ’Σ τὸ γλάκημα νικάει ὁ πιˬὸ φοβιτσάρης Λεξ. Δημητρ. Συνών. βουρίν, βούρισμαν, βούριστρον 2, γλακητὸ 1, γλακητούρα, γλάκι, δρόμος, κοσή, πιλάλα, πιλάλημα, τζιρίτι, τρέξιμο, τρεχάλα, φευγάλα, φευγιˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA