γλακητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλακητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλακητὸς ἐπίθ. Κρήτ. (Μεραμβ. Πεδιάδ. Σητ. κ.ἀ.) γλακηχτὸς Κρἡτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) γλακιστὸς Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) –Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ, 27 λακητὸς Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Γαργαλ. Δυρράχ. Κοπαν. Λακεδ. Οἰν. Παππούλ Χατζ.) λακηχτὸς Πελοπν. (Βούρβουρ.) λακιστὸς Εὔβ. (Στρόπον.) λα’στὸς Στερελλ. (Περίστ.) ἀγλακηχτὸς Κρήτ. (Πεδιάδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλακῶ.
Σημασιολογία
Ταχύς, δρομαῖος Εὔβ. (Στρόπον.) Κρήτ. (Κίσ. Μαλάκ. Μεραμβ. Πεδιάδ. Σητ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Δυρράχ. Κοπαν. Λακεδ. Οἰν. Παππούλ. Χατζ.) –Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ., 27: Μουλάριˬα γλακηχτὰ Κρήτ. Χορὸς λακιστὸς Στρόπον. Χοχλιˬοὶ γλακιστοὶ (= εἶδος κοχλιῶν οἱ ὁποῖοι περιφέρονται καὶ προχωροῦν) Κρήτ. Ἦρθε γλακιστὸς Κίσ. Ἔλα γλακητὸς νὰ σοῦ πῶ Σητ. Ἦρθε λακητὸς νὰ μᾶς ἰδῇ κ’ ἔφυγε Λακεδ. Ποῦ πᾶς ἔτσι λακητός; αὐτόθ. Ἦρθε λακητὸς καὶ ξανάφυγε Γαργαλ. Πηγαίνει γλακητὴ ᾿ς τὸ σπίτι τζη Μεραμβ. Γλακηχτὸς νὰ πᾷς ’ς τὸ σκολε͜ιό, γιˬατὶ ἁργεῖς Μαλάκ. ‖Ποίημ. Ἡ γιˬ-ὥρα ἐπέρνα γλακιστὴ κ’ εὐτὴ ἐσιˬοπείναζε (= ἐπεινοῦσε πολύ) Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. τζιριτηχτός. β) Φεύγων, φευγᾶτος Στερελλ. (Περίστ.): Εἶνι λα’στὸς ἀπὸ χρόνιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA