βέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βέρα ἡ, (Ι) κοιν. βίρα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Κάτω Γαρ. κ.ἀ.) Παξ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βέρα, ὃ.έκ τοῦ Ἑνετ. vera Πβ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 6,644 « ἔτι θέλω τὴν βέργαν τὴν χρυσῆν καὶ τὴν βέραν τὴν χρυσῆν, ἅτινα δύο δακτυλίδια ἔχω».

Σημασιολογία

1) Ὁ δακτύλιος τοῦ άρραβῶνος κοιν.: Φρ. Ἀλλάζω βέρες (ἀρραβωνίζομαι). Πάω τὴ βὲρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζάκ. Δίνω βέρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Θὰ φορέσῃ βέρα (θὰ ἀρραβωνισθῇ) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Τσῆ φόρεσε βίρα (τὴν ἐμνηστεύθη) Κέρκ. Πιˬάνω βέρες (συνάπτω ἐρωτικὰς σχέσεις) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἔχ’νι βέρις (συνῆψαν ἐρωτικὰς σχέσεις) Σάμ. Τὰ μαλλιˬά τση εἶναι βίρες (οὖλα) Κέρκ. Συνών. ἀρραβῶνας2, βέργα Α 12, βεργέττα 1. 2) Ἐνώτιον κυκλικοῦ σχήματος Κεφαλλ.-Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. Συνών. βέργα Α 13, βεργάκι 2. 3) Φωλεὰ Ἰκαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/