ἀστρουλλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρουλλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστρουλλάκι τό, σύνηθ. ἀστρουλλάτσι Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀστρούλλι διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν ἄστρον σύνηθ. : ᾌσμ. Δυˬὸ ἀστρουλλάκιˬα ἐπροβάλα | ἀποὺ τσ᾽ ἀνατολῆς τὴ bάdα Κρήτ. Πρῶτ’ ἀστρουλλάκι τ’ οὐρανοῦ, κατέβα κάνε κρίσι, ἕνα πανέρα͜ιο ἀντρόγυνο βουλήθη νά χωρίσῃ Λακων.Τὸ δικό μου τὸ παιδάτσι | λάμπει σὰν τὸ ἀστρουλλάτσι Σκῦρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερούδι. 2) Μικρὸν ἐπὶ τοῦ μετώπου ζῴων στῖγμα ἐκ λευκῶν τριχῶν ὅμοιον πρὸς ἀστέρα Θήρ. (Οἴα). 3) Ζυμαρικὸν κατ᾽ ἀστρόμορφα τμημάτια σύνηθ. Συνών. ἀστράκι 3, ἀστρὶ 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA