γραντούκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραντούκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γραντούκα ἡ, ἐνιαχ. γραdούκα Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ της Γαλλ. ὀνομασίας Jαsmin du Grαnd Duc de Toscαne.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Ἴασμος ὁ ἀραβικὸς (Jasminum sabac) τῆς οἰκογενείας τῶν Ἐλαιιδῶν (Oleaceae) ἔνθ᾽ ἀν.: Συνών. μπουγαρίνι, φούλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/