γλαντὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαντὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλαντὶ τό, (Ι) Ἰων. (Βουρλ. Κρῆν. Σμύρν.) Κωνπλ. Λῆμν. Χίος (Χαλκ. Φυτ. κ.ἀ.) γλαdὶ Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τύπ. τοῦ ἀμαρτ. γλαντίο, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ Ἰταλ. gladio.
Σημασιολογία
1) Τὸ πάρυδρον πτηνὸν Ἐρωδιὸς ὁ τεφρόχρους (Ardea cinerea), τῆς οἰκογ. τῶν Ἐρωδιιδῶν (Ardeidae) Ἄνδρ. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος ἰσχνός, ἀδύνατος Ἄνδρ Ἰων. (Βουρλ. Κρήν. Σμύρν.) Κωνπλ. Λῆμν. Χίος (Χαλκ. Φυτ. κ.ἀ.): Τὸ γλαντὶ τοῦ Λιˬὸ κάμνει μας τὴν ὀμορφονιˬὰ (Λιˬὸ = Ἠλία) Φυτ. Γιˬὰ ’δε’ τονε, ἠγίνηκε γλαdὶ Ἄνδρ. Πο͜ιὸς ἤτανε ἐκεῖνο τὸ γλαντὶ ποὺ ἤσουνα προχτὲς ματζί; Σμύρν Ἔγινε σὰν τὸ γλαντὶ Κωνπλ. Σὰ γλαντὶ εἶσαι Χαλκ. 3) Τὸ νεογνὸν τοῦ ἐρωδιοῦ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA