ἀστροφεγγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροφεγγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστροφεγγιˬὰ ἡ, ἀστροφεγγία Κύθηρ. ἀστροφεγγιˬὰ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀστροφεgιˬὰ πολλαχ. ἀστρουφιγγιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀστρουφιgιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀστροφεντζία Τσακων. ἀστροφοντζία Τσακων. 'στροφοντζία Τσακων. ἀστροφεντὰ Κύπρ. ἀστρουφιτζὰ Λέσβ. 'στρουφεgιὰ Κρήτ. ᾽στροφαγγία Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿στραφογγία Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ φέγγος καὶ τῆς καταλ. -ιˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἡ φεγγοβολία τῶν ἄστρων ἐν αἰθρίᾳ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. : ᾿Απόψε εἶν᾽ ὡραία ἀστροφεγγιˬά. Ἔβλεπα καὶ περπατοῦσα ᾿ς τὸ δρόμο ἀπ᾿ τὴν ἀστροφεγγιˬά. Ἀστροφεγγιˬὰ σὰν να 'ναι ἡμέρα κοιν. || ᾌσμ. Νυχτιˬὲς χωρὶς ἀστροφεγγιˬά, νυχτιˬὲς χωρὶς φεγγάρι ᾿Αρκαδ. ᾿Εψὲς μὲ τὴν ἀστροφεγγιά, μὲ τὸ λαμπρὸ φεγγάρι μοῦ ᾽πεσε τὸ μαντήλι μου τὸ χρυσοπλουμισμένο Μακεδ. (Φλόρ.) -Ποίημ. Καὶ σὺ μὴ φεύγῃς, νύχτα μου, μὲ τὴν ἀστροφεγγιˬά σου,τώρα ποῦ ζευγαρώσαμε, εἶν᾽ ἔμορφη ἡ ζωὴ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,235. Συνών. ἀστροφεγγίδα, ἀστροφεγγίτσα, ἀστρόφεγγο (ἰδ. ἀστρόφεγγος 2), ἀστροφεγγοῦσα, ἀστροφώσιν, ξαστεριˬά. β) Ἀσθενὲς διάχυτον φῶς Καλαβρ. (Μπόβ.) γ) Αἰθρίασις τοῦ καιροῦ κατόπιν κακοκαιρίας Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) 2) Νὺξ φωτιζομένη ὑπὸ πανσελήνου Βιθυν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA