γλαρὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαρὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γλαρὰ ἐπίρρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Ξεχώρ. κ.ἀ.) –Δ. Βαλαβαν εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 20 –Ν. Ἑστ. 21 (1937), 50.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλαρός.

Σημασιολογία

1) Μὲ ἡμικλειστους ὀφθαλμούς λόγῳ νάρκης ἢ ὑπνηλίας Πελοπν. (Γαργαλ. Ξεχώρ. κ.ἀ.): Τί μὲ τσοιτάεις γλαρὰ γλαρά; Χάε νὰ τσουμηθῇς (τσοιτάεις = κοιτάζεις, τσουμηθῇς = κοιμηθῇς) Ξεχώρ. Νυστάζει τὸ παιδί, μωρή! Δὲ dὸ γλέπεις ποὺ τηράει γλαρὰ γλαρά; Γαργαλ. 2) Μὲ βλέμμα πλῆρες ἡδονῆς, περιπαθῶς Δ. Βαλαβαν. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 20 –Ν. Ἑστ. 21 (1937), 50: Τὰ μάτιˬα της θαμπώσανε καὶ τὸν κοιτούσανε γλαρὰ Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Μ’ εἶδες γλαρά, δὲν λάλησες, ἀλλ’ οἱ ματιˬές σου ἐλέγαν πὼς ἤθελε τὸ χέρι σου τὸν κλῶνο μου νὰ πάρῃ Δ. Βαλαβάν., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/