γλάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλάρα ἡ, Εὔβ. (Ἀετ. Γραμπ. Καλύβ. Κάρυστ. Μετόχ. Ὄρ. Πλατανιστ. Στρόπον. Ψαχν.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀναβρ. Ἀράχ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ Δημητσ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Κάμπος Λακων. Κερπιν. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Κυνουρ. Λάστ. Μεσσην Πιάν. Σκορτσιν. Τεγ Τρίκκ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. γλάρος ὁ, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλαρός.

Σημασιολογία

1) Ἡ δρόσος, ἡ ψιλὴ βροχή, η ὑγρασία, γενικῶς, ἡ διάβροχος κατάστασις τοῦ ἐδάφους Εὔβ. (Ἀετ. Γραμπ. Καλυβ. Κάρυστ. Μετόχ. Ὅρ. Πλατανιστ. Στρόπον. Ψαχν.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Δάρα Ἀρκαδ. Καλάμ. Λάστ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Δὲν κοιμῶμαι ὄξω, γιˬατὶ ρίχνει γλάρα Καλύβ. Ποῦ μπορεῖς νὰ μπῇς σὲ κῆπο μ’ αὐτὴ τὴ γλάρα! Μετόχ. Σήμερο ἔρριξε γλάρα Ἀετ. Ἀποσπεροῦ δὲ φυσάει. Ἔπεσε γλάρα Δάρα Ἀρκαδ. Γλάρα κάνει Καλάμ. Ἀνεβάζει γλάρα αὐτὸ τὸ σπίτι Πλατανιστ. Πῆγα σήμιρα ᾿ς τὸ χουράφ’, ἀλλὰ γύρισα, γιˬατ᾿ εἶχ’ ἀκόμα γλάρα Ψαχν. Πηγαίνουνε σὲ χόρτο ποὺ ἔχει γλάρα, τρίβουν τὰ δυˬό τους χέρια καὶ πλένουν τὴ μούρη τους Κάρυστ. Κιˬᾶ νὰ μπᾶρε τὰ χούρα μ’ ἔντανι τὰ γλάρα (ποῦ νὰ μπῇς ’ς τὸ χωράφι μ’ αὐτὴν τὴν διάβροχον κατάστασιν τοῦ ἐδάφους!) Μέλαν. Ἔπεσε νιˬὰ γλάρα καὶ γλέρεψ’ ὁ τόπος Βουρβουρ. 2) Ὁ μετὰ νηνεμίας νεφοσκεπὴς ὑγρὸς καὶ θερμὸς καιρός, ὁ προκαλῶν ὑπνηλίαν, νάρκην, ἀποκάρωμα Εὔβ. (Ὄρ.) Πελοπν.(Αἰγιάλ. Ἀναβρ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λάστ. Πιάν. Τρίκκ κ.ἀ.) –Λεξ. Δημητρ.: Γλάρα π’ ἔχει σήμερα! Ὄρ. Κάνει γλάρα σήμερις Τρίκκ. Μ᾽αὐτὴ τὴ γλάρα ἀρχίζω νὰ νυστάζω Αἰγιάλ. Ἄ δὲ gάνῃ γλάρα, δὲ λε͜ιώνουν τὰ χιˬόνιˬα Κερπιν. Πῆρε γλάρα καὶ θὰ λε͜ιώσῃ τὸ χιˬόνι Πιάν. Ἄν τὸ πιˬάσῃ (ἐνν. τὸ χιόνι) λίγη γλάρα, ἴσαμε αὔριο τὸ πρωὶ δὲ θὰ φαίνεται πουθενὰ Καλάβρυτ. 3) Νυσταγμός, νάρκη, ὑπνηλία Πελοπν. (Ἀράχ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ. Δημητσ. Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Κλουτσινοχ. Κυνουρ. Λάστ. Πιάν. Σκορτσιν. Τεγ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Τσακων (Μέλαν.) –Λεξ. Δημητρ.: Μοῦ ρθε γλάρα Ἀρκαδ. Μοῦ ’ρθε γλάρα κιˬ ἀποκοιμήθηκα Σκορτσιν Μ’ ἔπιˬασε μιˬὰ γλάρα κιˬ ἀποκοιμήθηκα ’ς τὸ παραγώνι Δάρα Ἀρκαδ. Μ’ ἐκιˬάτ’σα μιˬὰ νύστα, ποὺ δὲ μπορῶ ν᾽ ἀνοίξω τὰ μάτιˬα μου Μέλαν. β) Ὁ ὕπνος Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλάρα Στερελλ. (Λιβανᾶτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/