ἀστροφεγγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστροφεγγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστροφεγγιˬάζω ἀμάρτ. ἀστρουφιgιˬάζου Θρᾴκ. (Κομοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστροφεγγιˬά.

Σημασιολογία

Ἐκθέτω τι ἐν καιρῷ νυκτὸς εἰς τὸ ὕπαιθρον ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἄστρων πρὸς ἀπόκτησιν ἰαματικῆς ἢ μαγικῆς δυνάμεως: Τ᾿ ἅι-Γιαννιˬοῦ τοῦ κλήδουνα ᾽πουσπιρὶ ’τίζουν στάχτ' μέσα σ’ ἕνα ταψί, τ᾿ ἀστρουφιgιˬάζουν. (ἐκ παραδ. ’τίζουν₌σητίζουν, κοσκινίζουν). Συνών. ἀστρονομῶ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/