ἀστροφεγγίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροφεγγίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστροφεγγίδα ἡ, ἀμάρτ. ἀστροφεgίδα Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ φέγγος καὶ τῆς καταλ -ίδα.
Σημασιολογία
Ἀστροφεγγιˬά 1, ὃ ἰδ.: ᾿Αστροφεgίδα ’χει καὶ δὲ σᾶσε χρειάζεται φανάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA