ἀστρόφεγγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστρόφεγγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστρόφεγγος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ φέγγος.
Σημασιολογία
1) ᾿Αστροφεγγὴς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αστρόφεγγη νυχτιˬὰ Λεξ. Δημητρ. 2) Οὐδ. ἀστρόφεγγο οὐσ., ἀστροφεγγιˬά, ὃ ἰδ., Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA